- χητοσύνη
- ἡ, Α1. στέρηση, ένδεια2. απομόνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν τής ρίζας *ghē- και κατάλ. -σύνη*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χητοσύνην — χητοσύνη desolation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)